- διακοσάρα
- η1) двести драхм; 2) двухсотграммовая бутылка (посуда)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακοσάρης — α, ικο 1. αυτός που αποτελείται από διακόσιες μονάδες 2. το αρσ. ως ουσ. διακοσάρης ο αθλητής τού δρόμου διακοσίων μέτρων 3. το θηλ. ως ουσ. διακοσάρα α) δοχείο που χωράει διακόσιες μονάδες όγκου β) ποσότητα διακοσίων μονάδων όγκου ή βάρους … Dictionary of Greek